- γείτων
- γείτων, ονος, ὁ, ἡ,A neighbour, borderer,
γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου Od.4.16
, cf. 9.48, Hes.Op.346, etc.; opp. σύνοικος, Pl.Lg.696b;γ. τινός E.IT1451
, X.An.3.2.4; τινί ib.2.3.18; ἐκ τῶν γ. or ἐκ γειτόνων from or in the neighbourhood, Ar.Pl.435, etc.;οἷον ἐκ γ. φωνὴν θηρευόμενοι Pl.R.531a
;λύχνον ἐκ τῶν γ. ἐνάψασθαι Lys.1.14
;ἐκ γ. τῆς πατρίδος μετοικεῖν Lycurg.21
, cf. Str.10.4.12; rarelyἀπὸ γ. D.S.13.84
; ἐν γειτόνων (sc. οἴκοις)οἰκεῖν Men.Pk.27
, Luc.Philops.25, etc.;τὸ χωρίον τὸ ἐν γ. D.53.10
: metaph., ἐν γ. εἶναι to be of like kind, Luc.Icar.8: prov.,μέγα γείτονι γείτων Alcm.50
, cf. Pi.N.7.87.II as Adj., neighbouring, bordering, πόλις, πόντος, Id.P.1.32, N.9.43; χώρα, πύλαι, ῥοαί, A.Pers.67 (lyr.), Th.486, S.Aj.418 (lyr.): c. dat.,Ἀθήναις γ. πόλις E.Ion294
;νεκροῖσι γ. θᾶκοι Id.HF1097
; also in Prose,ἡ γ. πόλις Pl.Lg.877b
;οἱ γ. βάρβαροι Jul.Or.2.72c
: neut.γεῖτον Hsch.
: neut. pl.γείτω IG2.814a
B36.III [full] γίτονας (sic)· τὰ δύο αἰδοῖα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.